- ορκύπτω
- ὀρκύπτω (Α)στέκομαι στις μύτες τών ποδιών μου και γέρνω μπροστά προκειμένου να εξετάσω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ., β' συνθετικό τής οποίας είναι το ρ. κύπτω «γέρνω, σκύβω», ενώ το α' συνθετικό ανάγεται πιθ. στο θ. τού ὄρνυμι «σηκώνω, εγείρω» ή τού ὀρθός].
Dictionary of Greek. 2013.